τιμη

τιμη
    τιμή
    τῑμή
    дор. τῑμά ἥ
    1) определение стоимости, оценка
    

(τοῦ κλήρου Plat.)

    τ. τῆς ἀξίας τινός Arst. — мерило ценности чего-л.

    2) цена, стоимость
    

(τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν Lys., Plat.)

    εἰπεῖν τιμάς Plat. — назначить цены

    3) вырученная сумма, выручка
    

τ. τῆς λείας Xen. — сумма, вырученная от (продажи) добычи

    4) возмещение
    

(τιμέν ἀποτίνειν τινί Hom.)

    5) отплата, месть
    

ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκα τιμῆς Hom.(Патрокл), который пал, мстя за меня

    6) наказание, кара
    

οὐ σέ αὕτη ἥ τ. Plat. — эту кару нести не тебе, т.е. твоей вины тут нет

    7) честь, почет
    

(τ. καὴ κῦδος Hom.; προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμέν οὐκ ἔχει погов. NT.)

    θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς Hom.(Ино) получила в удел божественное достоинство, т.е. стала богиней;
    τιμῇ Soph. — с честью

    8) почитание, уважение
    

τ. θεῶν Hom. — почитание богов (ср. 7);

    τιμῆς ἕνεκα Xen. — в виде (из) уважения (ср. 5);
    ἥ ὑπὸ πάντων τ. Xen. — всеобщее уважение

    9) воздаяние, вознаграждение, награда
    

(πρὸς τὰ ἔργα τὰς τιμὰς ἑκάστῳ προστιθέναι Xen.)

    χρυσῆς ἄξιος τιμῆς λαχεῖν Soph. — достойный золотой (т.е. лучшей) награды

    10) культ. приношение, дары
    

γάποτοι τιμαὴ νερτέροις θεοῖς Aesch. — впитываемые землей подношения (т.е. возлияния) подземным богам

    11) достоинство, сан, почетное звание, пост
    

οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς καὴ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς Plat. — занимающие государственные должности и прочие почетные места;

    τιμέν ἔχειν προσάγειν τοὺς δεομένους Xen. — иметь обязанностью вводить просителей, т.е. занимать пост секретаря;
    ἐκβαλεῖν τινα ἐκ τῆς τιμῆς Xen. — смещать кого-л. с должности;
    τ. ἄχαρις Her. — неприятная обязанность


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "τιμη" в других словарях:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμῇ — τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — τῑμή , τιμή worship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμη — τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (doric) τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τί̱μη , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τιμέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… …   Dictionary of Greek

  • οριακή τιμή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά με την ίδια σημασία που χρησιμοποιείται η λέξη όριο. Βλ. λ. όριο …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»